Ο Λέων της Αμφιπόλεως


Αυτό για το οποίο έχουν ήδη συμφωνήσει όλοι είναι το ότι στην κορυφή του τύμβου ύψους 30 μέτρων είχε τοποθετηθεί ο Λέων της Αμφίπολης που εδώ και χρόνια βρίσκεται στο δρόμο προς την πόλη, δίπλα στην παλιά γέφυρα του ποταμού Στρυμόνα. Τα μαρμάρινα θραύσματα του μνημείου βρέθηκαν κατά τη διάρκεια επιχείρησης αποξήρανσης της κοίτης του Στρυμόνα που έγινε με σκοπό την κατασκευή της τότε σύγχρονης γέφυρας, κοντά στις εκβολές του ποταμού.

Καθιστό στα πίσω πόδια, αλλά χωρίς γλώσσα, ο Λέων της Αμφίπολης αγγίζει τα 5,30 μ. ύψος που μαζί με τη βάση φτάνει τα 15,84 μέτρα. Σύμφωνα με την έως πρότινος επίσημη θεωρία, φιλοτεχνήθηκε προς τιμήν του Λαομέδοντα, ναυάρχου του Μεγάλου Αλέξανδρου από τη Λέσβο, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Αμφίπολη. 

Το 1913, στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913, έλληνες στρατιώτες της 7ης μεραρχίας του ελληνικού στρατού εντοπίζουν κομμάτια του μνημείου. 

Να, πώς περιγράφει τα γεγονότα ο σερραίος ιστορικός και συγγραφέας πολλών μελετών για την περιοχή, Γεώργιος Καφταντζής: «Κατά τον μήνα Αύγουστο του 1916, Άγγλοι στρατιώτες της 8ης ταξιαρχίας και της 27ης μεραρχίας του 16ου Αγγλικού Σώματος Στρατού, που κατασκεύαζαν οχυρωματικά έργα στη γέφυρα της Αμφιπόλεως, βρήκαν τα μαρμάρινα κομμάτια του Λιονταριού και προσπάθησαν να τα μεταφέρουν στη θάλασσα για να τα φυγαδεύσουν στην Αγγλία. 
Η απόπειρα αυτή ματαιώθηκε από Βουλγάρους που μόλις είχαν καταλάβει το Παγγαίο και άρχισαν να βομβαρδίζουν με τα πολυβόλα τους». Σύμφωνα με πηγές, χρόνια αργότερα στα ερείπια εντοπίσθηκαν βλήματα.

Τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνονται και από τον αρχαιολόγο Φώτη Πέτσα, καθηγητή και κοσμήτορα για πολλά χρόνια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και έφορο αρχαιοτήτων σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. 
Το 1975, ο Φώτης Πέτσας επέστρεψε στην Κεντρική Μακεδονία όπου συνέχισε τις έρευνές του στις περιοχές της Βεργίνας, της Βέροιας, της Νάουσας, της Πέλλας, της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. 
Το άρθρο του καθηγητή Πέτσα για την ιστορία του Λέοντος της Αμφίπολης δημοσιεύθηκε το 1976 στη σερραϊκή «Πρόοδο», μια εφημερίδα που από τότε κυκλοφορούσε στην πόλη των Σερρών: «Η ιστορία της ευρέσεως του αγάλματος είναι ενδιαφέρουσα καθ' εαυτή. Στον βαλκανικό πόλεμο του 1913, Έλληνες στρατιώτες πρώτα σκάβοντας χαρακώματα, έπεσαν πάνω στα λίθινα θεμέλια της βάσεώς του. 
Οι μετέπειτα καθηγηταί της Αρχαιολογίας Γεώργιος Οικόνομος και Αναστάσιος Ορλάνδος ασχολήθηκαν τότε με την έρευνα και τη μελέτη των αποκαλυφθέντων θεμελίων. Αργότερα, το 1916, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Άγγλοι στρατιώτες βρήκαν τα πρώτα κομμάτια του μαρμάρινου λιονταριού. Μια προσπάθεια των Άγγλων να μεταφέρουν το εύρημα με βαπόρι, εμποδίσθηκε από εχθρικό βομβαρδισμό.

Το 1916, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολεμου, άγγλοι στρατιώτες που κατασκεύαζαν οχυρωματικά έργα δίπλα στον Στρυμόνα, ανακάλυψαν τα μαρμάρινα κομμάτια του λέοντα τα οποία στη συνέχεια επιχείρησαν να φυγαδεύσουν, χωρίς να το καταφέρουν, αφού δέχτηκαν πυρά Βουλγάρων από τα απέναντι υψώματα.

Το 1917, τα μέλη του Λέοντα συγκεντρώνονται κοντά στο θεμέλιο που ταυτίστηκε -λανθασμένα- ως θεμέλιο της βάσης του μνημείου (η εκτίμηση είναι πως η αρχική θέση του Λέοντα ήταν στην κορυφή του τύμβου Καστά). 
Ο Αναστάσιος Ορλάνδος, αρχαιολόγος (και μεταξύ άλλων, αρχιτέκτων της αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης) και ο Paul Perdrizet (ο γάλλος αρχαιολόγος που ξεκίνησε τις έρευνες στην Αμφίπολη) μελετούν τον Λέοντα, μέχρι τη δεκαετία του 1930.

Μετά τους Άγγλους, ήλθαν αρχαιολόγοι Γάλλοι που έσκαβαν στους Φιλίππους και στη Θάσο, και ήταν φυσικό να ενδιαφερθούν. Κατά το 1930 μελέτησαν το λιοντάρι όσο επέτρεπε η κατάσταση των θραυσμάτων. 

Στο αρχαιολογικό περιοδικό της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών (τόμος 1931, σελ, 184-190) οι καθηγηταί P. Collart και P. Devampez (προσκληθέντες από τον κ. Τσάτσο, υπάλληλο της αμερικανικής εταιρίας Monks Ulen, η οποία είχε ήδη αναλάβει την εκτέλεση αποστραγγιστικών έργων στην περιοχή του Στρυμόνα) δημοσίευσαν μια πρώτη μελέτη του μνημείου, τα δε αποτελέσματα της έρευνάς τους δημοσίευσαν στο αρχαιολογικό περιοδικό Bulletin de Correspondance Hellenique. 
Το πόρισμά τους ότι το μνημείο έγινε το 422 π.Χ., είς ανάμνησιν της νίκης του Σπαρτιάτου στρατηγού Βρασίδα κατά των Αθηναίων, ήταν εσφαλμένο. Από την ερμηνεία πάντως αυτή, βγήκε κι ένα καλό: Λάκωνες και άλλοι Πελοποννήσιοι της Αμερικής κυρίως, φιλοτιμήθηκαν να προσφέρουν χρήματα σε έρανο για την αναστήλωση του μνημείου».


Το σχέδιο της επανένωσης των θραυσμάτων και της ανακατασκευής του λιονταριού σε καινούργια βάση συνέλαβαν και υλοποίησαν οι μηχανικοί της εταιρίας Monks-Ulen, R.W.Gausman and W.J.Judge, οι οποίοι προκάλεσαν το ενδιαφέρον του τότε πρεσβευτή των Η.Π.Α. στην Ελλάδα, κ. Lincoln Mac Veagh, ο οποίος ζήτησε συνάντηση με αρχαιολόγους της γαλλικής, αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και συγκεκριμένα με τον μετέπειτα διευθυντή της, Pierre Roussel και με τους Michel Feyel, Paul Lemerle, Henri Ducoux, οι οποίοι επισκέφθηκαν και πάλι το μνημείο, εξέτασαν όλα τα υφιστάμενα θραύσματα, έκαναν λεπτομερή σχέδια αυτών και πρότειναν σχεδιαστικά την ανακατασκευή του λιονταριού, με τρόπο που δεν απείχε καθόλου από την τελική, μεταγενέστερη ανακατασκευή του!

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η επιχείρηση για την έρευνα, τη μελέτη και την αναστήλωση του μνημείου άρχισε το 1932 και ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1937.
«Ήταν μια διεθνής πολύπλευρη επιχείρηση, στην οποία συνεργάστηκαν Αμερικανοί, Γάλλοι και Έλληνες. ...Η αναστήλωση του λιονταριού έγινε από τον γλύπτη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Ανδρέα Παναγιωτάκη», προσθέτει ο Φώτης Πέτσας.


Μέχρι το 1936, αποκλειστικά τα μέλη της γαλλικής αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών ασχολούνταν με το μνημείο.

Το 1936, όμως και μετά, με τη μεσολάβηση του κ. Lincoln Mac Veagh, συνεργάστηκε η πιο πάνω Σχολή με την αμερικανική Σχολή αρχαιολογικών μελετών Αθηνών και ανέθεσαν τις περαιτέρω ενέργειες, από μεν την Γαλλική σχολή στον κ. Jaques Roger, από δε την Αμερικανική Σχολή στον κ. Oscar Broneer, καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, οι οποίοι και μοιράστηκαν, τελικά, τα δικαιώματα της μελέτης και δημοσίευσης των ευρημάτων.


Από τις 8 μέχρι τις 17 Ιουνίου του 1936, 20 εργάτες εργάστηκαν στην ανασκαφή του χώρου όπου είχαν βρεθεί τα υπόλοιπα κομμάτια του λιονταριού και της βάσης του, ήλθαν στο φως κι άλλα κομμάτια και η ίδια η βάση του μνημείου και όλα ήταν έτοιμα για την συναρμολόγησή του, την οποία ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο εξαίρετος γλύπτης κ. Ανδρέας Παναγιωτάκης, καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών και γλύπτης του εθνικού, αρχαιολογικού μουσείου.

Το 1937, την άνοιξη, η «συναρμολόγηση» του Λέοντα και η τοποθέτηση του στη συμβατική βάση, είναι γεγονός. Πάντως, αμφότερες οι «Σχολές» είχαν εξασφαλίσει από την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, τα αποκλειστικά δικαιώματα δημοσίευσης σε σχέση τόσο με την ανεύρεση θραυσμάτων όσο και την αναστήλωση του μνημείου.

Την ίδια εποχή, η ΟΥΛΕΝ βρίσκει νέα κομμάτια του Λέοντα στην αποξήρανση της αρχικής Κερκινίτιδας Λίμνης.

Από το φθινόπωρο του 1937 και μετά, ο Ανδρέας Παναγιωτάκης, αφού κατασκεύασε γύψινο αντίγραφο του αγάλματος, σε μέγεθος ίδιο με το αρχαίο, προχώρησε στην ανακατασκευή του μνημείου, έχοντας, δυστυχώς, στη διάθεσή του, μόνο ένδεκα κομμάτια από το αρχαίο γλυπτό, από τα οποία μόνο τα εννέα (9) ήταν συνεχόμενα, ενώ όσα κομμάτια έλειπαν, (όπως ήταν το κομμάτι του κεφαλιού, αμέσως πάνω από τα μάτια), συμπληρώθηκαν με άσπρο τσιμέντο.

Το ίδιο το γλυπτό του ανακατασκευασμένου λιονταριού έφθασε σε ύψος τα 5,37 μέτρα, αλλά από τους αναστηλωτές ξέφυγαν κάποιες λεπτομέρειες, που ήταν, όμως, σημαντικές! 


Έτσι, δεν είδαν ότι έλειπε μια στενή λωρίδα του λαιμού, με την πλούσια χαίτη του αγριμιού και γι’ αυτό, το κεφάλι με τον λαιμό απέκτησαν κοντόχοντρη δομή.

Αγνόησαν, επίσης, το γεγονός ότι τα μάτια του λιονταριού ήταν ένθετα (πρόσθετα), πιθανόν κατασκευασμένα από πέτρα διαφορετικού χρώματος ή από μέταλλο και στη θέση των βολβών τοποθέτησαν άσπρο τσιμέντο.


Εκείνο, όμως που είναι σημαντικό κι ενδιαφέρει ιδιαίτερα όσους παρακολουθούν τις συζητήσεις που γίνονται αυτό τον καιρό, σχετικά με το αν το λιοντάρι της Αμφίπολης αποτελούσε το επιτύμβιο σήμα του τύμβου που ανασκάπτεται στο λόφο «Καστά» της Μεσολακιάς, είναι το γεγονός ότι όλοι ανεξαίρετα οι εξαίρετοι επιστήμονες, (αρχαιολόγοι, μηχανικοί κλπ.), που ασχολήθηκαν με την ανεύρεση των θραυσμάτων του μνημείου και την αναστήλωσή τους, συμφωνούν στο ότι το βάθρο, πάνω στο οποίο είχε τοποθετηθεί κατά την αρχαιότητα το λιοντάρι, είναι το ίδιο με αυτό που βρέθηκε στις ανασκαφές, σύρριζα με την επιφάνεια του εδάφους, στη θέση όπου είναι και σήμερα τοποθετημένο το γλυπτό και το οποίο βάθρο αποτελείται από δύο διαφορετικά τμήματα, 1) ένα πώρινο τετράπλευρο, μπροστινό μέρος, που αποτελείται από περίπου πενήντα δόμους και 2) ένα άλλο τμήμα, που μοιάζει με αναλημματικό τοίχο σε σχήμα Π, ανάμεσα στα οποία (δύο τμήματα) υπάρχει κενό, το οποίο ερμηνεύθηκε από το γεγονός ότι το έδαφος, στο συγκεκριμένο σημείο, ανηφορίζει απότομα προς νότο, με συνέπεια, τα δύο τμήματα να μη χρειάζονταν ενιαίο και συμπαγές θεμέλιο.

Αν, λοιπόν, το λιοντάρι αποτελούσε το σήμα του τύμβου του λόφου Καστά, πώς εξηγείται το ότι βρέθηκε εκεί όπου βρισκόταν και το αρχαίο βάθρο του και στο ίδιο ακριβώς σημείο αναστηλώθηκε και στέκεται μέχρι σήμερα;


Το σύγχρονο βάθρο, όμως, πάνω στο οποίο στήθηκε το ανακατασκευασμένο λιοντάρι, κατασκευάστηκε όχι από υλικό του αρχαίου βάθρου, (αφού τέτοιο δεν βρέθηκε στις ανασκαφές του 1931-1934), αλλά από άλλο αρχαίο υλικό και συγκεκριμένα από δόμους, γείσα και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη που προήλθαν από οικοδομήματα της Αμφίπολης, του 2ου π.Χ. αιώνα και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή ενός μεσαιωνικού φράγματος, το οποίο βρισκόταν στον Στρυμόνα, λίγο πιο κάτω από εκεί που βρέθηκαν τα θραύσματα του λιονταριού και το οποίο αναγκάστηκαν να χαλάσουν οι μηχανικοί της εταιρίας Monks-Ulen, στη διάρκεια των αποστραγγιστικών έργων που εκτέλεσαν.

Οι σπάνιες φωτογραφίες του Λέοντα της Αμφίπολης περιλαμβάνονται σε ένα βιβλίο 76 σελίδων, με τίτλο «The Lion Monument at Amphipolis», έκδοση της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής (21 Νοεμβρίου 1941) που δε μεταφράστηκε ποτέ στα Ελληνικά. Το βιβλίο είναι του αμερικανο-σουηδού αρχαιολόγου, ιστορικού Τέχνης και διευθυντή της Αμερικανικής Σχολής στην Αθήνα, Oscar Broneer (1894 – 1992), ενός επιστήμονα που αγάπησε βαθιά την Ελλάδα. Αφιέρωσε τη ζωή του στις ανασκαφές της Αρχαίας Κορίνθου –είναι ο αρχαιολόγος που έφερε στο φως τον Ναό του Ποσειδώνα στα Iσθμια- και της Αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα και τάφηκε, κατόπιν επιθυμίας του, στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας στην Αρχαία Κόρινθο.

Το 1962, η Ελληνική Πολιτεία τον τίμησε για την προσφορά του απονέμοντας του το παράσημο του Τάγματος του Φοίνικος.


Μπορεί το βιβλίο να μην μεταφράστηκε ποτέ στα ελληνικά, αλλά, παραμένει μία εξαιρετική καταγραφή του χρονικού αποκατάστασης του μνημειώδους αυτού επιτάφιου σήματος, της τεχνοτροπίας, του ιστορικού πλαισίου και του συμβολισμού του.

Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Κατερίνα Περιστέρη, υπεύθυνη για τις ανασκαφές του Τύμβου Καστά, το Λιοντάρι και οι Σφίγγες που ανακαλύφθηκαν στην είσοδο, έχουν φτιαχτεί από το ίδιο υλικό και από τον ίδιο γλύπτη, και αποτελούν απόδειξη του ότι εκεί έχει θαφτεί κάποιο σημαντικό πρόσωπο.

O Τύμβος Καστά και ο Λέων «συνομιλούν» αιώνες τώρα. Και όπως είχε πει η Κατερίνα Περιστέρη «oι λατύπες (θραύσματα από επεξεργασία μαρμάρου) που βρέθηκαν γύρω από το ταφικό σήμα στην κορυφή του τύμβου Καστά, δηλώνoυν την ύπαρξη μεγάλου μαρμάρινου μνημείου που δεν είναι άλλο από το Λέοντα και την βάση του». Σύμφωνα με όσα είπε, πιθανότατα πρόκειται για κάποιον από τους στρατηγούς ή τους ναυάρχους του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το 2014, η αρχαιολόγος, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, στο χώρο των ανασκαφών, πρόσθεσε: "Αυτές είναι οι υποθέσεις μας, όμως η αλήθεια θα φανεί όταν μπούμε στον τάφο και προσδιορίσουμε την ταυτότητα του νεκρού".


ΠΗΓΗ 1 - ΠΗΓΗ 2 - ΠΗΓΗ 3


Βίντεο με την αναστήλωση του Λέοντα της Αμφίπολης